Facebook: Ξεναγήσεις στην Αμφίπολη

TWITTER/amphipolisguide

Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 2018

Μέρες με ελεύθερη είσοδο σε όλα τα μουσεία



Ημέρες Ελευθέρας Εισόδου


* 6 Μαρτίου - Μνήμη Μελίνας Μερκούρη.
* 5 Ιουνίου - Παγκόσμια Ημέρα Περιβάλλοντος.
* 18 Απριλίου - Διεθνής Ημέρα Μνημείων.
* 18 Μαΐου - Διεθνής Ημέρα Μουσείων.
* Το τελευταίο Σαββατοκύριακο Σεπτεμβρίου κάθε έτους (Ευρωπαϊκές Ημέρες Πολιτιστικής Κληρονομιάς).
* Οι Κυριακές κατά το διάστημα από 1 Νοεμβρίου έως 31 Μαρτίου.
* Οι επίσημες αργίες του Κράτους.
* Η πρώτη Κυριακή κάθε μήνα, πλην των μηνών Ιουλίου, Αυγούστου και Σεπτεμβρίου (όταν η πρώτη Κυριακή είναι αργία, ως ημέρα εισόδου καθορίζεται η δεύτερη Κυριακή).
* 27 Σεπτεμβρίου, Παγκόσμια ημέρα Τουρισμού.


Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2018

Το αρχαίο θέατρο της Αμφίπολης


Το αρχαίο θέατρο της Αμφίπολης το οποίο δυστυχώς δεν έχει ερευνηθεί ακόμα  (αν εξαιρέσουμε μια πρώτη δοκιμαστική έρευνα από τον Δ. Λαζαρίδη), βρίσκεται σε ύψωμα, βορειοανατολικά του αρχαίου Γυμνασίου, εντός των μακρών τειχών της αρχαίας Αμφίπολης και προς το ανατολικό τους τμήμα, με θέα προς τις εκβολές του ποταμού Στρυμόνα και τα βουνά που τον πλαισιώνουν.
Μια πρώτη δοκιμαστική έρευνα πραγματοποιήθηκε στη θέση της «ορχήστρας» του θεάτρου πριν από 30 περίπου χρόνια από τον Δ. Λαζαρίδη, σε βάθος αρκετών μέτρων (7‐8 μ.)



Το κοίλο του θεάτρου δε σώζεται πλέον, διακρίνεται όμως καθαρά η διαμόρφωσή του, γιατί τα εδώλια του κοίλου χρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικό υλικό από τους κατοίκους της Αμφίπολης και της γύρω περιοχής από το 1920 και μετά. Υπολογίζεται ότι σε μεγάλο βάθος σώζονται η ορχήστρα και μερικές από τις πρώτες σειρές εδωλίων του κοίλου, με την αποκάλυψη των οποίων θα
μπορούσε να γίνει μια ικανοποιητική προσπάθεια αναπαράστασης του αρχαίου θεάτρου. Βρίσκεται σε εξέχουσα αμφιθεατρική θέση.

Πηγές:
Λαζαρίδης Δ., Αμφίπολις, Αθήνα 1997
www.diazoma.

Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου 2018

ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΒΡΑΣΙΔΑΣ – Ο “ΑΧΙΛΛΕΑΣ” ΤΟΥ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ



Ο Σπαρτιάτης στρατηγός Βρασίδας, ο αποκαλούμενος ως ο “Αχιλλέας” του Πελοποννησιακού Πολέμου, υπήρξε η σημαντικότερη στρατιωτική προσωπικότητα της Σπάρτης στον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Ο Βρασίδας ήταν γιός του Τέλλιδος και αποτέλεσε έναν από τους μεγάλους πρωταγωνιστές της α’ φάσης (Αρχιδάμειος Πόλεμος), του Πελοποννησιακού Πολέμου (431 -421 π.χ.). Διακρίθηκε ιδιαίτερα για την ανδρεία και το θάρρος του, τις στρατιωτικές αλλά και τις διπλωματικές του ικανότητες.

   Το πρώτο δείγμα των εξαιρετικών και παράτολμων ικανοτήτων του, ο Βρασίδας το επέδειξε κατά τον πρώτο χρόνο του Πελοποννησιακού Πολέμου. Το 431 π.χ., οι Αθηναίοι, με στόλο 100 πλοίων, περιπολώντας τις ακτές της Πελοποννήσου, πραγματοποίησαν απόβαση στη Μεθώνη της Λακωνικής. Επιτέθηκαν κατά του τείχους της πόλεως, το οποίο ήταν ασθενές και δεν είχε αρκετή φρουρά. Πλησίον της Μεθώνης βρισκόταν ο Βρασίδας, επικεφαλής στρατιωτικού σώματος εκατό αντρών, ο οποίος έσπευσε άμεσα. Με περίσσια τόλμη, διέσχισε το στράτευμα των Αθηναίων, οι οποίοι είχαν στραμμένη ολόκληρη την προσοχή
τους στο τείχος, κατόρθωσε να εισέλθει στη Μεθώνη, χάνοντας κατά την εισβολή λίγους από τους άνδρες του. Με τον τρόπο αυτό, έσωσε τη Μεθώνη και στη συνέχεια για το κατόρθωμά του επαινέθηκε δημόσια στη Σπάρτη.

  Το 427 π.χ., έχοντας ρόλο συμβούλου, συνόδευσε το ναύαρχο Αλκίδα στα Σύβοτα, όπου ο πελοποννησιακός στόλος νίκησε τον κερκυραϊκό.

   Κατά το 425 π.χ., διακρίθηκε στην καταληφθείσα υπό των Αθηναίων, Πύλο, ως κυβερνήτης τριήρους. Στην προσπάθεια του σπαρτιατικού στόλου για κατάληψη της Πύλου από τη θάλασσα, προέτρεπε τους κυβερνήτες και τους πηδαλιούχους των τριήρεων, να τις συντρίψουν πάνω στα βράχια και να αποτολμήσουν απόβαση, παρά να κάνουν οικονομία ξύλων και να επιτρέψουν στους Αθηναίους, την κατασκευή και διατήρηση οχυρώματος. Ο Βρασίδας ανάγκασε τον πηδαλιούχο του, να ρίξει το πλοίο του στη στεριά. Προχωρώντας προς την αποβάθρα του πλοίου και ενώ επιχειρούσε να αποβιβαστεί, τον ανέκοψαν οι Αθηναίοι και τραυματισμένος σε πολλά μέρη του σώματός του, λιποθύμησε. Τη στιγμή που έπεφτε, γλίστρησε η ασπίδα του μέσα στη θάλασσα, η οποία την ξέβρασε στην ακτή. Από εκεί την πήραν οι Αθηναίοι και τη χρησιμοποίησαν στο τρόπαιο που έστησαν, σε ανάμνηση της επιτυχίας, της απόκρουσης αυτής της επίθεσης.

Το 424 π.χ., προετοιμαζόμενος στην Κόρινθο για την εκστρατεία του στη Χαλκιδική, έσπευσε στα Μέγαρα και ματαίωσε επίθεση των Αθηναίων εκεί. Στη συνέχεια μέσα στο Καλοκαίρι του 424 π.χ., ο Βρασίδας επικεφαλής χιλίων επτακοσίων οπλιτών, εκ των οποίων οι επτακόσιοι είλωτες και οι υπόλοιποι μισθοφόροι Πελοποννήσιοι εθελοντές, θα κατευθυνθεί προς τη Χαλκιδική, με σκοπό να πραγματοποιήσει αντιπερισπασμό και να μεταφέρει το θέατρο της αναμέτρησης εκεί.

    Η εκστρατεία αυτή, είχε εξαιρετικό αποτέλεσμα για τους Λακεδαιμόνιους, σε μεγάλο βαθμό χάρη στο Βρασίδα. Η δικαιοσύνη και η μετριοπάθεια με τις οποίες αντιμετώπιζε τις διάφορες πόλεις, είχε σαν αποτέλεσμα, πολλές από αυτές να αποστατήσουν από την Αθήνα και άλλες να παραδοθούν, χωρίς πολεμική σύρραξη και την αντίστοιχη πολεμική ταλαιπωρία! Η ευγένεια και η σύνεση του Βρασίδα, που άλλοι είχαν γνωρίσει εξ’ ιδίας πείρας και άλλοι είχαν απλά ακούσει, συνετέλεσε ώστε σύμμαχοι των Αθηναίων, να προσελκυσθούν στο μέρος των Λακεδαιμονίων. Χαρακτηριστική είναι η αποστασία της Ακάνθου και των Σταγείρων από τους Αθηναίους, ύστερα από τον περίφημο λόγο του Βρασίδα προς τους Ακάνθιους, με κύριο σύνθημα τη φιλειρηνική, φιλελεύθερη και ισότιμη απέναντί τους διάθεση.

    Τον επόμενο Χειμώνα, ο Βρασίδας με μια αιφνιδιαστική κίνηση κατέλαβε τη στρατηγικής σημασίας Αμφίπολη, κερδίζοντας τη συνθηκολόγησή της, με τους ευνοϊκούς για τους κατοίκους όρους που έθεσε, λίγο πριν καταφτάσει ο Αθηναίος στρατηγός Θουκυδίδης και ιστορικό του Πελοποννησιακού Πολέμου, από τη Θάσο. Στη συνέχεια κατέλαβε και άλλες πόλεις της Χαλκιδικής, από τους Αθηναίους.

  Το 423 π.χ., μαζί με τον Περδίκκα, εκστράτευσαν εναντίον του Αραβαίου στη δυτική Μακεδονία. Όταν ήρθε προς ενίσχυση του Αραβαίου, τμήμα Ιλλυρίων, οι Μακεδόνες τράπηκαν σε φυγή. Οι Σπαρτιάτες με το Βρασίδα, κατάφεραν χάρη στην πολεμική τους πείρα και τις τεχνικές τους, τελικά να επικρατήσουν. Τερματίστηκε όμως η συμμαχία μεταξύ Σπάρτης και Μακεδονίας.

 Το 422 π.χ. ο Αθηναίος στρατηγός Κλέων, εκστράτευσε στη Χαλκιδική και έφτασε έξω από την Αμφίπολη. Λίγο πριν την αιφνιδιαστική επίθεσή του στους Αθηναίους, ο Βρασίδας εκφώνησε τον περίφημο λόγο του προς τους στρατιώτες του, όπου τους εμψύχωνε, τους παρουσίαζε το σχέδιο της αιφνιδιαστικής επίθεσης και ανέφερε τις τρεις αρετές του καλού στρατιώτη: αποφασιστικότητα, υψηλό αίσθημα τιμής και πειθαρχία.

   Περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή, με την παρουσία 150 ανδρών και με τη βοήθεια του Κλεαρίδα, επιτέθηκε αιφνιδιαστικά εναντίον των Αθηναίων, οι οποίοι και τράπηκαν σε φυγή ατάκτως. Το αποτέλεσμα ήταν ότι από την πλευρά των Αθηναίων έπεσαν στο πεδίο της μάχης 600 άτομα και από την πλευρά των Λακεδαιμονίων μόλις 7! Ανάμεσά τους ήταν όμως και ο Βρασίδας ο οποίος μεταφέρθηκε εντός της Αμφίπολης τραυματίας και εξέπνευσε μετά από λίγο, γνωρίζοντας ότι ο στρατός του είχε κερδίσει. Νεκρός έπεσε και ο Αθηναίος στρατηγός Κλέων.

   Ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι ο Βρασίδας ενσωμάτωνε πλήρως τα σπαρτιατικά ιδεώδη. Ήταν γρήγορος στο να λαμβάνει σημαντικές αποφάσεις και να οργανώνει στρατηγικές κινήσεις χωρίς δισταγμό. Επίσης ήταν εύγλωττος ρήτορας. Η τεράστια συνεισφορά του, έχει να κάνει, με τις νεωτεριστικές στρατηγικές αιφνιδιασμού και διπλωματίας που εφάρμοσε και τη στήριξή του σε επίλεκτα τμήματα οπλιτών, τους “νεοδαμώδεις” είλωτες του Βρασίδα, αποκαλούμενους και ως “βρασίδειους”.

  Ο Βρασίδας ετάφη εντός της πόλεως της Αμφίπολης, μπροστά στην Αγορά της πόλης, με εξαίρετες τιμές. Λατρεύτηκε στην Αμφίπολη ως ήρωας και πραγματικός οικιστής και η λατρεία του καθιερώθηκε με ετήσιους αγώνες και θυσίες. Στη Σπάρτη προς τιμήν του, δημιουργήθηκε κενοτάφιο, δίπλα στους τάφους του Παυσανία και του Λεωνίδα. Η τοποθεσία που σκοτώθηκε, κοντά στη Νέα Πέραμο Καβάλας, ονομάζεται μέχρι και σήμερα “ Ακρωτήρι στρατηγού Βρασίδα”. Η μητέρα του Αργιλεωνίς, όταν της είπαν για το νεκρό γιό της, ρώτησε αν πέθανε γενναία και όταν Θράκες της είπαν ότι κανένας άλλος δεν είναι σαν κι αυτόν, απάντησε: “Ξένοι δεν ξέρετε καλά τους Σπαρτιάτες. Ο Βρασίδας είναι βέβαια γενναίος, αλλά η Σπάρτη έχει πολλούς, γενναιότερους από αυτόν.”

Ο κιβωτιόσχημος τάφος από πωροπλίνθους, λαξευμένος στο φυσικό βράχο, ο οποίος βρέθηκε ασύλητος και που εικάζεται ότι ανήκει στο στρατηγό Βρασίδα


 Η ασημένια οστεοθήκη με το χρυσό στεφάνι, που εικάζεται ότι ανήκει στο στρατηγό Βρασίδα, λόγω της τοποθεσίας που βρέθηκε και η οποία συμπίπτει με την αναφερόμενη από τον Θουκυδίδη, τοποθεσία ταφής του Βρασίδα – Μουσείο Αμφίπολης 
Πηγή: Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου, Θουκυδίδης

Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2018

ΠΥΡΓΟΙ ΚΑΙ ΚΑΣΤΡΑ ΤΗΣ ΑΜΦΙΠΟΛΗΣ




Στην περιοχή συναντάμε τρεις πύργους και τα ερείπια ενός κάστρου της βυζαντινής εποχής.
Ο πύργος του Μαρμαρίου (Μαρμάριο λεγόταν ο μικρός οικισμός που αντικατέστησε την Αμφίπολη) βρίσκεται δίπλα στα αρχαία τείχη και τον σύγχρονο δρόμο. Χτίσθηκε το 1367 από τους αδελφούς Αλέξιο και Ιωάννη και παραχωρήθηκε στην Μονή Παντοκράτορος του Αγίου Όρους που οι ίδιοι ίδρυσαν.


Απέναντι, ο πύργος του Χάνδακα (ελαφρώς προγενέστερος) άνηκε στη Μονή Ζωγράφου.

Βορειότερα, ο πύργος της Κούτζης (Ευκαρπίας) σώζεται σε κακή κατάσταση. Είναι ορατός από τον δρόμο, χωρίς όμως εύκολη πρόσβαση.

Και οι 3 πύργοι εξυπηρετούσαν ανάγκες τόσο φρούρησης, όσο και συγκέντρωσης της σοδειάς και ανήκαν (κατά την κτίση τους ή περιήλθαν αργότερα) σε μονές του Αγίου Όρους.

Το κάστρο της Χρυσόπολης από την άλλη, αναπτύχθηκε τον 10ο αιώνα με την παρακμή της Αμφίπολης, και οι οχυρώσεις του ενισχύθηκαν κατά το οχυρωματικό πρόγραμμα του Ανδρόνικου Γ' Παλαιολόγου (14ος αιώνας). Σώζονται τμήματα μόνο των τειχών, δίπλα στη λιμνοθάλασσα που φιλοξενεί φλαμίνγκο και άλλα είδη υδρόβιων πτηνών.







Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2018

Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης


Ιστορία Ίδρυσης

Το έτος 2014 αποτελεί ορόσημο, καθώς συμπληρώνονται είκοσι χρόνια από τότε που άνοιξε για πρώτη φορά τις πύλες του στο κοινό, με την πρώτη του περιοδική έκθεση, «Βυζαντινοί Θησαυροί της Θεσσαλονίκης. Το ταξίδι της επιστροφής», στις 11 Σεπτεμβρίου του 1994[*1]. Με αυτόν τον τρόπο εγκαινιάστηκε επίσημα από τον ίδιο τον πρωθυπουργό της χώρας το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού. Η έκθεση αυτή με τον εμπνευσμένο τίτλο σηματοδοτούσε ακριβώς την επιστροφή των βυζαντινών αρχαιοτήτων στις 14 Ιουνίου 1994, οι οποίες επαναπατρίστηκαν μετά από περίπου ογδόντα χρόνια παραμονής τους στην Αθήνα, στο Βυζαντινό και Χριστιανικό, όπου είχαν μεταφερθεί το 1916, και οριοθετεί το τέλος μιας μακρόχρονης προσπάθειας για την ίδρυση Βυζαντινού Μουσείου στη Μακεδονία και πιο συγκεκριμένα στη Θεσσαλονίκη, η οποία συνδέεται με γεγονότα και πρόσωπα της νεότερης και σύγχρονης ιστορίας του νεοελληνικού κράτους.

Το 1913 διατάσσεται από τον τότε Γενικό Διοικητή Μακεδονίας Στέφανο Δραγούμη να ιδρυθεί «Κεντρικόν Βυζαντινόν Μουσείον» στη Θεσσαλονίκη (αρ. 746/21.8.1913/Εφ. της Κυβερν. Παράρτημα εκδιδ. Εν Θεσσαλονίκη, 3 Σεπτ., αρ. φύλλου 25-Διάταγμα από 31 Αυγούστου) και ορίζεται ως χώρος ο ναός της Αχειροποιήτου. Σε σχετική επιστολή του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γενναδίου (αρ. 661/22.8.1913) αναφέρεται η καταλληλότητα του ναού αυτού, δυνάμενου να καταστεί «το επί αισίοις οιωνοίς ιδρυόμενον Κεντρικόν Βυζαντινόν Μουσείον της Ελλάδος». Την ίδια χρονιά (9-9-1913) ο καθηγητής βυζαντινής τέχνης και αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Αδαμάντιος Αδαμαντίου, έφορος των χριστιανικών και μεσαιωνικών μνημείων από το 1908, υποβάλλει υπόμνημα (συνεγράφη στις 7-9-1913)  «περί ιδρύσεως και οργανώσεως Κεντρικού Βυζαντινού Μουσείου εν Μακεδονία», «ένα διάγραμμα ευρύ της εγκαθιδρύσεως και επιστημονικής οργανώσεως του Μουσείου», αναπτύσσοντας μεταξύ άλλων τους λόγους, για τους οποίους «επεφυλάχθη υπό της Θείας προνοίας η δευτέρα πρωτεύουσα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, η επίσημος μεσαιωνική πόλις της Θεσσαλονίκης ως η πόλις του Κεντρικού Βυζαντινού Μουσείου», διότι «ποίος τόπος, και δια την γεωγραφικήν θέσην μεταξύ Δύσεως και Ανατολής και δια την ιστορικήν περιωπήν εν τη όλη εννοία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, είναι ευνοϊκώτερον προωρισμένος να καταστή η σπουδαιοτάτη κεντρική έδρα ερευνών της χριστιανικής και βυζαντινής τέχνης ή η περιφανεστάτη και μεγάλη βυζαντινή πόλις της Θεσσαλονίκης;». Η Θεσσαλονίκη αποτελεί «την πόλιν την συμβολίζουσαν το εθνικό ιδεώδες της επανιδρύσεως της μεγάλης Ελληνικής αυτοκρατορίας». Μαρτυρά την αναζωπύρωση της Μεγάλης Ιδέας και τον πατριωτικό ενθουσιασμό, μεταξύ άλλων, ωστόσο στη συνέχεια πολιτικές σκοπιμότητες επέβαλαν την ίδρυση Βυζαντινού και Χριστιανικού εν τέλει μουσείου στην Αθήνα, όπως ορίζεται στο άρθρο 1 του Νόμου 401/17-11-1914 (ΦΕΚ 347/Α΄/25-11-1914), στο οποίο «κατατίθενται τα της βυζαντινής, μεσαιωνικής και χριστιανικής τέχνης έργα από των πρώτων χρόνων του χριστιανισμού μέχρι της καθιδρύσεως του Ελληνικού Βασιλείου, πλην των εν Μακεδονία». Στο άρθρο 9 του ανωτέρω Νόμου διευκρινίζεται ότι δια Β. Διατάγματος δύναται να ιδρυθεί και έτερον μουσείον εν Θεσσαλονίκη περιλαμβάνον τα εν Μακεδονία υπό την διεύθυνσιν του οικείου εφόρου των βυζαντινών και μεσαιωνικών μνημείων». Στις 31 Δεκεμβρίου του 1915, όταν στη Θεσσαλονίκη είχαν ήδη αποβιβαστεί τα συμμαχικά στρατεύματα της Αντάντ, η εφορευτική επιτροπή του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου αποφάσισε μετά και από σχετική εισήγηση του Υπουργείου Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, τη μετάβαση του Αδαμαντίου στη Θεσσαλονίκη «προς διάσωσιν των ένεκα των περιστάσεων υποκειμένων εις κίνδυνον κειμηλίων» (Πρακτικά Δ΄ συνεδρίας). Ο Αδαμαντίου συνέλεξε με τη βοήθεια του δικηγόρου Γ. Κομητόπουλου και μετέφερε στην Αθήνα, στις αρχές του 1916, περισσότερα από 1600 αντικείμενα, τα οποία εισήχθησαν στο ΒΧΜ και παρέμειναν στην έκθεση ή στις αποθήκες του έως το 1994.




Tο ενδιαφέρον για την ίδρυση Βυζαντινού Μουσείου στη Θεσσαλονίκη αναζωπυρώθηκε στη μεταπολιτευτική περίοδο, το 1975. Με σχετική πράξη του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (18/25.5.1975) προκηρύχτηκε το 1977 πανελλήνιος αρχιτεκτονικός διαγωνισμός για το κτίριο του υπό ίδρυση Μουσείου, στον οποίο βραβεύτηκε η πρόταση του αείμνηστου διακεκριμένου αρχιτέκτονα και ζωγράφου Κυριάκου Κρόκου, στον οποίο ανατέθηκε στη συνέχεια η σύνταξη των οριστικών μελετών. Η πρώτη φάση της μελέτης ολοκληρώθηκε το 1978-1979, ενώ η δεύτερη το διάστημα 1985-1987 σε συνεργασία με τον αρχιτέκτονα Γ. Μακρή[*2], λόγω της εμπλοκής στο θέμα της παραχώρησης του οικοπέδου (τμήματος του πρώην στρατοπέδου «Τσιρογιάννη»), ιδιοκτησίας Ταμείου Εθνικής Αμύνης, για την ανέγερση του νέου μουσείου, η οποία επιλύθηκε το 1984, με προσωπική παρέμβαση του τότε Πρωθυπουργού και Υπουργού Εθνικής Αμύνης, Ανδρέα Παπανδρέου. Το 1988, το έργο της ανέγερσης εντάχθηκε στα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα της Ε.Κ., και θεμελιώθηκε στις 28 Φεβρουαρίου του 1989 από την αείμνηστη Μελίνα Μερκούρη, Υπουργό Πολιτισμού εκείνη την περίοδο. Το κτίριο ολοκληρώθηκε και παραδόθηκε τον Οκτώβριο του 1993. Με απόφαση της τότε Υπουργού Πολιτισμού κ. Θ. Μπακογιάννη, στις 13.4.1993, ύστερα από γνωμοδότηση του ΚΑΣ, εγκρίθηκε η πρόταση της αρμόδιας 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων για τη μουσειολογική μελέτη του νέου Μουσείου με την ονομασία του ως «Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού». Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού αποτέλεσε αρχικά περιφερειακή υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, όπως ορίστηκε με την § 15 του άρθρου 7 του Ν. 2557/23-12-1997 («Θεσμοί, μέτρα και δράσεις πολιτιστικής ανάπτυξης», ΦΕΚ 271/Α΄/24-12-1997). Με απόφαση Υπουργού θα θεσπιζόταν στη συνέχεια ο κανονισμός λειτουργίας του Μουσείου, θα ρυθμίζονταν τα σχετικά με την οργάνωση, λειτουργία και διοίκησή του, οι σχέσεις με τις Εφορείες Βυζαντινών Αρχαιοτήτων του Υπουργείου και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Αυτό εν τέλει έγινε πράξη με την υπ' αρ. ΥΠΠΟ/ΓΝΟΣ/50304/26-10-1999 απόφαση (ΦΕΚ 2018/Β΄/17-11-1999), σύμφωνα με την οποία το Μουσείο συγκροτείται ως Ειδική πλέον Περιφερειακή Υπηρεσία, επιπέδου Διεύθυνσης και στεγάζεται επί της Λεωφόρου Στρατού 2 και στο Λευκό Πύργο[*3]. Ως σκοποί του Μουσείου διατυπώνονταν τότε:

Άρθρο 4, Σκοποί: «Το Μουσείο είναι επιστημονικό καθίδρυμα, ανοικτό στο κοινό με ευρύτερο πολιτιστικό και εκπαιδευτικό χαρακτήρα, και έχει ως σκοπό τη συγκέντρωση, διαφύλαξη, προστασία, διατήρηση, έκθεση, ανάδειξη, προβολή και μελέτη έργων και αντικειμένων της παλαιοχριστιανικής, βυζαντινής, μεσαιωνικής εν γένει και μεταβυζαντινής περιόδου, που προέρχονται κυρίως από το γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας καθώς και από το ανασκαφικό υλικό της χωρικής εμβέλειας της 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων (ΕΒΑ) με την οποία συνεργάζεται άμεσα. Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού συνεργάζεται επίσης κατά περίπτωση και με τις άλλες ΕΒΑ, εφόσον αυτό κρίνεται αναγκαίο για τον εμπλουτισμό και την πληρέστερη, αρτιότερη επιστημονικά και πλέον τεκμηριωμένη παρουσίαση των εκθέσεών του. To Mουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, στο πλαίσιο της πραγματοποίησης των σκοπών του, απευθύνεται στο ευρύ κοινό, ενθαρρύνει με κατάλληλες δραστηριότητες την αύξηση της προσέλευσης των επισκεπτών στο Μουσείο, ευνοεί την ψυχαγωγική και παιδευτική επαφή του κοινού με τις συλλογές του και εγγυάται τον επιστημονικά τεκμηριωμένο και διεθνώς δόκιμο μουσειολογικά τρόπο παρουσίασής τους».

Στη συνέχεια η τότε διάρθρωση και οι αρμοδιότητες τροποποιούνται μετά τη δημοσίευση του ΠΔ 191 (Οργανισμός ΥΠΠΟ, ΦΕΚ 146/Α΄/13-6-2003), σύμφωνα με το άρθρο 56. Οι αρμοδιότητες περιγράφονται αναλυτικά ως εξής: «..θέματα σχετικά με την απόκτηση, αποδοχή, φύλαξη, συντήρηση, καταγραφή, τεκμηρίωση, έρευνα, μελέτη, δημοσίευση και κυρίως έκθεση και προβολή στο κοινό αντικειμένων της παλαιοχριστιανικής, βυζαντινής, μεσαιωνικής εν γένει και μεταβυζαντινής περιόδου στη Βόρεια Ελλάδα, καθώς και τη νεώτερης εποχής με θέματα σχετικά με τη βυζαντινή και τη χριστιανική τέχνη».

* 1. Η λέξη επιστροφή αναφέρεται και στη σχετική υπουργική απόφαση (ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β2/Φ21/44861/467/6-9-1993) έγκρισης «επιστροφής στη Θεσσαλονίκη και κατάθεσης στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού των εξής εικόνων και κειμηλίων, τα οποία είχαν μεταφερθεί στην Αθήνα και φυλάσσονταν στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο».

* 2. Με αφορμή το διαγωνισμό ξεκινά η συνεργασία του με τη σχεδιάστρια Τασία Παπανικολάου. Επίσης συνεργάστηκε με τους αρχιτέκτονες: Γ. Καλαβρυτινού, Λ. Μάντζιου και Ν. Ρόκα Βλ. Λ. Αρβανίτη – Κρόκου, Ηλίας Κωνσταντόπουλος, Αλέκος Λεβίδης (επιμ.), Κυριάκος Κρόκος, Αθήνα 2012, σ. 64, 356.

* 3. Προηγήθηκε η απόφαση υπ' αρ. ΥΠΠΟ/ΔΙΟΙΚ/Α/21457/7-5-1999, ΦΕΚ 884/Β/26-5-1999, η οποία όριζε ότι «...Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού ανήκει από της συγκροτήσεώς του στις Ειδικές Περιφερειακές Υπηρεσίες του ΥΠΠΟ και προστίθεται σ' αυτές όπως απαριθμούνται στις διατάξεις τους άρθρου 39 του ΠΔ 94/1977 Περί Οργανισμού του Υπουργείου Πολιτισμού».

Κτίριο
Ως κτίριο το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού θεωρείται ένα από τα καλύτερα έργα δημόσιας αρχιτεκτονικής που δημιουργήθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα. Απέσπασε «εκτός διαγωνισμού», μετά το θάνατο του Κρόκου, ειδική διάκριση από διεθνή επιτροπή στο διαγωνισμό «Βραβεία 2000» του Ελληνικού Ινστιτούτου Αρχιτεκτονικής, ως «υποδειγματικό στο είδος του και άξιο παράδειγμα μεγάλου δημοσίου κτιρίου, στην κατηγορία Έργα του Δημοσίου», ενώ το 2001 κηρύχθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού (ΥΠΠΟ/ΔΙΛΑΠ/Γ/3142/55420/19-10-2001, ΦΕΚ 1458/Β΄/22-10-2001) ιστορικό διατηρητέο μνημείο και έργο τέχνης.

Κύρια χαρακτηριστικά του Μουσείου είναι το μεγάλο αίθριο με την περιμετρική στοά μετά την εξωτερική είσοδο που ανοίγεται στην τοιχοποιία, η οποία υψώνεται προς βορρά για να το απομονώσει από την ένταση της Λεωφόρου Στρατού. Πρόθεση του αρχιτέκτονα ήταν «ο χώρος αυτός να λειτουργήσει αποκαλυπτικά, προκαλώντας τη μνήμη». Όπως εκμυστηρεύεται ο Κρόκος: «Ήθελα έναν χώρο που η κίνηση μέσα σ' αυτόν να δίνει ένα αίσθημα ελευθερίας, ανακινώντας τις αισθήσεις, και όπου το έκθεμα θα ήταν η έκπληξη μέσα στην κίνηση».[....] «Η μορφή του κτιρίου χωρίς προφανείς αναφορές σε μια άλλη εποχή, με κύρια υλικά το μπετόν και το τούβλο - είναι μια εικόνα που έχω απ’ τις πολυκατοικίες πριν σοβαντιστούν, όταν δείχνουν τη μικρή τους αλήθεια.» Πράγματι στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, μετά την ολοκλήρωση και των μόνιμων εκθέσεων το 2004, ο επισκέπτης έχει την «έντονη αίσθηση ότι ταξιδεύει στο παρελθόν», το Μουσείο «ξαφνιάζει, ακόμη και συγκινεί κάποιες φορές», όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει η Aleid Rensen, μέλος της κριτικής επιτροπής του Ευρωπαϊκού Φόρουμ Μουσείων (E.M.F.).

Το Μουσείο είναι κτισμένο σε οικόπεδο 15.439 τ.μ. Το κτίριο καλύπτει επιφάνεια 5.371,27 τ.μ. Η συνολική επιφάνεια των χώρων του είναι 11.500 τ.μ. Από αυτά, 2.726,52 τ.μ. καταλαμβάνει η μόνιμη έκθεση (χωρίς τους διαδρόμους) και τα υπόλοιπα οι αποθήκες, τα εργαστήρια, τα γραφεία διοίκησης και άλλοι βοηθητικοί χώροι. Το Μουσείο διαθέτει ανεξάρτητη πτέρυγα περιοδικών εκθέσεων 4211,44 τ.μ., αίθουσα εκπαιδευτικών προγραμμάτων, αμφιθέατρο 62 θέσεων και καφέ-εστιατόριο, ενώ στο κτίριο Διοίκησης διαθέτει αμφιθέατρο 167 θέσεων.






Ώρες Λειτουργίας
Χειμερινό ωράριο λειτουργίας (ΜΒΠ και Λευκός Πύργος):
1 Νοεμβρίου 2016 έως 31 Μαρτίου 2017
Κάθε μέρα 9.00 - 16.00
(Χειμερινό ωράριο λειτουργίας)

Θερινό ωράριο λειτουργίας (ΜΒΠ και Λευκός Πύργος):
7 Απριλίου 2017 έως 31 Οκτωβρίου 2017
Κάθε μέρα 8.00 - 20.00
(Θερινό ωράριο λειτουργίας)

* Το ισχύον Ωράριο των Αρχαιολογικών Χώρων, Μνημείων και Μουσείων ανακοινώνεται στην ιστοσελίδα:
http://www.yppo.gr/5/g5321.jsp?obj_id=61492

ΗΜΕΡΕΣ ΑΡΓΙΑΣ
Το Μουσείο παραμένει κλειστό στις: 25η και 26η Δεκεμβρίου, 1η Ιανουαρίου, 25η Μαρτίου, ημέρα του Πάσχα, Πρωτομαγιά (επίσημες αργίες του Κράτους).
Τις λοιπές ημέρες αργίας (Δευτέρα του Πάσχα, Αγίου Πνεύματος, Δεκαπενταύγουστο και 28η Οκτωβρίου) λειτουργεί σύμφωνα με το κανονικό ωράριο.
Την Τρίτη 18 Απριλίου 2017, Διεθνή Ημέρα Μνημείων, το Μουσείο λειτουργεί κανονικά και με ελεύθερη είσοδο.

ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΩΡΑΡΙΟ
Το Μουσείο λειτουργεί τη Μεγάλη Παρασκευή 12:00-17:00 και το Μεγάλο Σάββατο 08:00-15:00.


Εισιτήρια
Εισιτήριο κανονικό:    8 ευρώ
Εισιτήριο μειωμένο:    4 ευρώ

1η Νοεμβρίου - 31η Μαρτίου
Εισιτήριο για όλους: 4 ευρώ

 Ενιαίο εισιτήριο
Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, Λευκός Πύργος, Ρωμαϊκή Αγορά (αρχαιολογικός χώρος και μουσείο), Γαλεριανό συγκρότημα - Αψιδωτή αίθουσα.

Κύριο εισιτήριο: 15 ευρώ
Μειωμένο εισιτήριο: 8 ευρώ
Διάρκεια:  3 ημέρες

Πωλητήριο
Το Μουσείο διαθέτει πωλητήριο του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων, όπου ο επισκέπτης μπορεί να αγοράσει εκδόσεις που σχετίζονται με πολιτιστικά, αρχαιολογικά, ιστορικά θέματα, βιβλία τέχνης, παιδικά βιβλία, αντίγραφα αρχαιολογικών αντικειμένων από την αρχαιότητα έως τη μεταβυζαντινή περίοδο, σύγχρονες κατασκευές εμπνευσμένες από τα εκθέματα του Μουσείου, είδη ένδυσης, κοσμήματα, πρακτικά δώρα, παιχνίδια, αφίσες και κάρτες, κ. ά. Τα έσοδα από τα εισιτήρια και τα πωλητέα είδη τα διαχειρίζεται το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων, εφόσον το Μουσείο είναι δημόσιο.