Ιστορία Ίδρυσης
Το έτος 2014 αποτελεί ορόσημο, καθώς συμπληρώνονται είκοσι χρόνια από τότε που άνοιξε για πρώτη φορά τις πύλες του στο κοινό, με την πρώτη του περιοδική έκθεση, «Βυζαντινοί Θησαυροί της Θεσσαλονίκης. Το ταξίδι της επιστροφής», στις 11 Σεπτεμβρίου του 1994[*1]. Με αυτόν τον τρόπο εγκαινιάστηκε επίσημα από τον ίδιο τον πρωθυπουργό της χώρας το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού. Η έκθεση αυτή με τον εμπνευσμένο τίτλο σηματοδοτούσε ακριβώς την επιστροφή των βυζαντινών αρχαιοτήτων στις 14 Ιουνίου 1994, οι οποίες επαναπατρίστηκαν μετά από περίπου ογδόντα χρόνια παραμονής τους στην Αθήνα, στο Βυζαντινό και Χριστιανικό, όπου είχαν μεταφερθεί το 1916, και οριοθετεί το τέλος μιας μακρόχρονης προσπάθειας για την ίδρυση Βυζαντινού Μουσείου στη Μακεδονία και πιο συγκεκριμένα στη Θεσσαλονίκη, η οποία συνδέεται με γεγονότα και πρόσωπα της νεότερης και σύγχρονης ιστορίας του νεοελληνικού κράτους.
Το 1913 διατάσσεται από τον τότε Γενικό Διοικητή Μακεδονίας Στέφανο Δραγούμη να ιδρυθεί «Κεντρικόν Βυζαντινόν Μουσείον» στη Θεσσαλονίκη (αρ. 746/21.8.1913/Εφ. της Κυβερν. Παράρτημα εκδιδ. Εν Θεσσαλονίκη, 3 Σεπτ., αρ. φύλλου 25-Διάταγμα από 31 Αυγούστου) και ορίζεται ως χώρος ο ναός της Αχειροποιήτου. Σε σχετική επιστολή του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γενναδίου (αρ. 661/22.8.1913) αναφέρεται η καταλληλότητα του ναού αυτού, δυνάμενου να καταστεί «το επί αισίοις οιωνοίς ιδρυόμενον Κεντρικόν Βυζαντινόν Μουσείον της Ελλάδος». Την ίδια χρονιά (9-9-1913) ο καθηγητής βυζαντινής τέχνης και αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Αδαμάντιος Αδαμαντίου, έφορος των χριστιανικών και μεσαιωνικών μνημείων από το 1908, υποβάλλει υπόμνημα (συνεγράφη στις 7-9-1913) «περί ιδρύσεως και οργανώσεως Κεντρικού Βυζαντινού Μουσείου εν Μακεδονία», «ένα διάγραμμα ευρύ της εγκαθιδρύσεως και επιστημονικής οργανώσεως του Μουσείου», αναπτύσσοντας μεταξύ άλλων τους λόγους, για τους οποίους «επεφυλάχθη υπό της Θείας προνοίας η δευτέρα πρωτεύουσα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, η επίσημος μεσαιωνική πόλις της Θεσσαλονίκης ως η πόλις του Κεντρικού Βυζαντινού Μουσείου», διότι «ποίος τόπος, και δια την γεωγραφικήν θέσην μεταξύ Δύσεως και Ανατολής και δια την ιστορικήν περιωπήν εν τη όλη εννοία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, είναι ευνοϊκώτερον προωρισμένος να καταστή η σπουδαιοτάτη κεντρική έδρα ερευνών της χριστιανικής και βυζαντινής τέχνης ή η περιφανεστάτη και μεγάλη βυζαντινή πόλις της Θεσσαλονίκης;». Η Θεσσαλονίκη αποτελεί «την πόλιν την συμβολίζουσαν το εθνικό ιδεώδες της επανιδρύσεως της μεγάλης Ελληνικής αυτοκρατορίας». Μαρτυρά την αναζωπύρωση της Μεγάλης Ιδέας και τον πατριωτικό ενθουσιασμό, μεταξύ άλλων, ωστόσο στη συνέχεια πολιτικές σκοπιμότητες επέβαλαν την ίδρυση Βυζαντινού και Χριστιανικού εν τέλει μουσείου στην Αθήνα, όπως ορίζεται στο άρθρο 1 του Νόμου 401/17-11-1914 (ΦΕΚ 347/Α΄/25-11-1914), στο οποίο «κατατίθενται τα της βυζαντινής, μεσαιωνικής και χριστιανικής τέχνης έργα από των πρώτων χρόνων του χριστιανισμού μέχρι της καθιδρύσεως του Ελληνικού Βασιλείου, πλην των εν Μακεδονία». Στο άρθρο 9 του ανωτέρω Νόμου διευκρινίζεται ότι δια Β. Διατάγματος δύναται να ιδρυθεί και έτερον μουσείον εν Θεσσαλονίκη περιλαμβάνον τα εν Μακεδονία υπό την διεύθυνσιν του οικείου εφόρου των βυζαντινών και μεσαιωνικών μνημείων». Στις 31 Δεκεμβρίου του 1915, όταν στη Θεσσαλονίκη είχαν ήδη αποβιβαστεί τα συμμαχικά στρατεύματα της Αντάντ, η εφορευτική επιτροπή του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου αποφάσισε μετά και από σχετική εισήγηση του Υπουργείου Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, τη μετάβαση του Αδαμαντίου στη Θεσσαλονίκη «προς διάσωσιν των ένεκα των περιστάσεων υποκειμένων εις κίνδυνον κειμηλίων» (Πρακτικά Δ΄ συνεδρίας). Ο Αδαμαντίου συνέλεξε με τη βοήθεια του δικηγόρου Γ. Κομητόπουλου και μετέφερε στην Αθήνα, στις αρχές του 1916, περισσότερα από 1600 αντικείμενα, τα οποία εισήχθησαν στο ΒΧΜ και παρέμειναν στην έκθεση ή στις αποθήκες του έως το 1994.
Tο ενδιαφέρον για την ίδρυση Βυζαντινού Μουσείου στη Θεσσαλονίκη αναζωπυρώθηκε στη μεταπολιτευτική περίοδο, το 1975. Με σχετική πράξη του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (18/25.5.1975) προκηρύχτηκε το 1977 πανελλήνιος αρχιτεκτονικός διαγωνισμός για το κτίριο του υπό ίδρυση Μουσείου, στον οποίο βραβεύτηκε η πρόταση του αείμνηστου διακεκριμένου αρχιτέκτονα και ζωγράφου Κυριάκου Κρόκου, στον οποίο ανατέθηκε στη συνέχεια η σύνταξη των οριστικών μελετών. Η πρώτη φάση της μελέτης ολοκληρώθηκε το 1978-1979, ενώ η δεύτερη το διάστημα 1985-1987 σε συνεργασία με τον αρχιτέκτονα Γ. Μακρή[*2], λόγω της εμπλοκής στο θέμα της παραχώρησης του οικοπέδου (τμήματος του πρώην στρατοπέδου «Τσιρογιάννη»), ιδιοκτησίας Ταμείου Εθνικής Αμύνης, για την ανέγερση του νέου μουσείου, η οποία επιλύθηκε το 1984, με προσωπική παρέμβαση του τότε Πρωθυπουργού και Υπουργού Εθνικής Αμύνης, Ανδρέα Παπανδρέου. Το 1988, το έργο της ανέγερσης εντάχθηκε στα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα της Ε.Κ., και θεμελιώθηκε στις 28 Φεβρουαρίου του 1989 από την αείμνηστη Μελίνα Μερκούρη, Υπουργό Πολιτισμού εκείνη την περίοδο. Το κτίριο ολοκληρώθηκε και παραδόθηκε τον Οκτώβριο του 1993. Με απόφαση της τότε Υπουργού Πολιτισμού κ. Θ. Μπακογιάννη, στις 13.4.1993, ύστερα από γνωμοδότηση του ΚΑΣ, εγκρίθηκε η πρόταση της αρμόδιας 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων για τη μουσειολογική μελέτη του νέου Μουσείου με την ονομασία του ως «Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού». Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού αποτέλεσε αρχικά περιφερειακή υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, όπως ορίστηκε με την § 15 του άρθρου 7 του Ν. 2557/23-12-1997 («Θεσμοί, μέτρα και δράσεις πολιτιστικής ανάπτυξης», ΦΕΚ 271/Α΄/24-12-1997). Με απόφαση Υπουργού θα θεσπιζόταν στη συνέχεια ο κανονισμός λειτουργίας του Μουσείου, θα ρυθμίζονταν τα σχετικά με την οργάνωση, λειτουργία και διοίκησή του, οι σχέσεις με τις Εφορείες Βυζαντινών Αρχαιοτήτων του Υπουργείου και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Αυτό εν τέλει έγινε πράξη με την υπ' αρ. ΥΠΠΟ/ΓΝΟΣ/50304/26-10-1999 απόφαση (ΦΕΚ 2018/Β΄/17-11-1999), σύμφωνα με την οποία το Μουσείο συγκροτείται ως Ειδική πλέον Περιφερειακή Υπηρεσία, επιπέδου Διεύθυνσης και στεγάζεται επί της Λεωφόρου Στρατού 2 και στο Λευκό Πύργο[*3]. Ως σκοποί του Μουσείου διατυπώνονταν τότε:
Άρθρο 4, Σκοποί: «Το Μουσείο είναι επιστημονικό καθίδρυμα, ανοικτό στο κοινό με ευρύτερο πολιτιστικό και εκπαιδευτικό χαρακτήρα, και έχει ως σκοπό τη συγκέντρωση, διαφύλαξη, προστασία, διατήρηση, έκθεση, ανάδειξη, προβολή και μελέτη έργων και αντικειμένων της παλαιοχριστιανικής, βυζαντινής, μεσαιωνικής εν γένει και μεταβυζαντινής περιόδου, που προέρχονται κυρίως από το γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας καθώς και από το ανασκαφικό υλικό της χωρικής εμβέλειας της 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων (ΕΒΑ) με την οποία συνεργάζεται άμεσα. Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού συνεργάζεται επίσης κατά περίπτωση και με τις άλλες ΕΒΑ, εφόσον αυτό κρίνεται αναγκαίο για τον εμπλουτισμό και την πληρέστερη, αρτιότερη επιστημονικά και πλέον τεκμηριωμένη παρουσίαση των εκθέσεών του. To Mουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, στο πλαίσιο της πραγματοποίησης των σκοπών του, απευθύνεται στο ευρύ κοινό, ενθαρρύνει με κατάλληλες δραστηριότητες την αύξηση της προσέλευσης των επισκεπτών στο Μουσείο, ευνοεί την ψυχαγωγική και παιδευτική επαφή του κοινού με τις συλλογές του και εγγυάται τον επιστημονικά τεκμηριωμένο και διεθνώς δόκιμο μουσειολογικά τρόπο παρουσίασής τους».
Στη συνέχεια η τότε διάρθρωση και οι αρμοδιότητες τροποποιούνται μετά τη δημοσίευση του ΠΔ 191 (Οργανισμός ΥΠΠΟ, ΦΕΚ 146/Α΄/13-6-2003), σύμφωνα με το άρθρο 56. Οι αρμοδιότητες περιγράφονται αναλυτικά ως εξής: «..θέματα σχετικά με την απόκτηση, αποδοχή, φύλαξη, συντήρηση, καταγραφή, τεκμηρίωση, έρευνα, μελέτη, δημοσίευση και κυρίως έκθεση και προβολή στο κοινό αντικειμένων της παλαιοχριστιανικής, βυζαντινής, μεσαιωνικής εν γένει και μεταβυζαντινής περιόδου στη Βόρεια Ελλάδα, καθώς και τη νεώτερης εποχής με θέματα σχετικά με τη βυζαντινή και τη χριστιανική τέχνη».
* 1. Η λέξη επιστροφή αναφέρεται και στη σχετική υπουργική απόφαση (ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β2/Φ21/44861/467/6-9-1993) έγκρισης «επιστροφής στη Θεσσαλονίκη και κατάθεσης στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού των εξής εικόνων και κειμηλίων, τα οποία είχαν μεταφερθεί στην Αθήνα και φυλάσσονταν στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο».
* 2. Με αφορμή το διαγωνισμό ξεκινά η συνεργασία του με τη σχεδιάστρια Τασία Παπανικολάου. Επίσης συνεργάστηκε με τους αρχιτέκτονες: Γ. Καλαβρυτινού, Λ. Μάντζιου και Ν. Ρόκα Βλ. Λ. Αρβανίτη – Κρόκου, Ηλίας Κωνσταντόπουλος, Αλέκος Λεβίδης (επιμ.), Κυριάκος Κρόκος, Αθήνα 2012, σ. 64, 356.
* 3. Προηγήθηκε η απόφαση υπ' αρ. ΥΠΠΟ/ΔΙΟΙΚ/Α/21457/7-5-1999, ΦΕΚ 884/Β/26-5-1999, η οποία όριζε ότι «...Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού ανήκει από της συγκροτήσεώς του στις Ειδικές Περιφερειακές Υπηρεσίες του ΥΠΠΟ και προστίθεται σ' αυτές όπως απαριθμούνται στις διατάξεις τους άρθρου 39 του ΠΔ 94/1977 Περί Οργανισμού του Υπουργείου Πολιτισμού».
Κτίριο
Ως κτίριο το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού θεωρείται ένα από τα καλύτερα έργα δημόσιας αρχιτεκτονικής που δημιουργήθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα. Απέσπασε «εκτός διαγωνισμού», μετά το θάνατο του Κρόκου, ειδική διάκριση από διεθνή επιτροπή στο διαγωνισμό «Βραβεία 2000» του Ελληνικού Ινστιτούτου Αρχιτεκτονικής, ως «υποδειγματικό στο είδος του και άξιο παράδειγμα μεγάλου δημοσίου κτιρίου, στην κατηγορία Έργα του Δημοσίου», ενώ το 2001 κηρύχθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού (ΥΠΠΟ/ΔΙΛΑΠ/Γ/3142/55420/19-10-2001, ΦΕΚ 1458/Β΄/22-10-2001) ιστορικό διατηρητέο μνημείο και έργο τέχνης.
Κύρια χαρακτηριστικά του Μουσείου είναι το μεγάλο αίθριο με την περιμετρική στοά μετά την εξωτερική είσοδο που ανοίγεται στην τοιχοποιία, η οποία υψώνεται προς βορρά για να το απομονώσει από την ένταση της Λεωφόρου Στρατού. Πρόθεση του αρχιτέκτονα ήταν «ο χώρος αυτός να λειτουργήσει αποκαλυπτικά, προκαλώντας τη μνήμη». Όπως εκμυστηρεύεται ο Κρόκος: «Ήθελα έναν χώρο που η κίνηση μέσα σ' αυτόν να δίνει ένα αίσθημα ελευθερίας, ανακινώντας τις αισθήσεις, και όπου το έκθεμα θα ήταν η έκπληξη μέσα στην κίνηση».[....] «Η μορφή του κτιρίου χωρίς προφανείς αναφορές σε μια άλλη εποχή, με κύρια υλικά το μπετόν και το τούβλο - είναι μια εικόνα που έχω απ’ τις πολυκατοικίες πριν σοβαντιστούν, όταν δείχνουν τη μικρή τους αλήθεια.» Πράγματι στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, μετά την ολοκλήρωση και των μόνιμων εκθέσεων το 2004, ο επισκέπτης έχει την «έντονη αίσθηση ότι ταξιδεύει στο παρελθόν», το Μουσείο «ξαφνιάζει, ακόμη και συγκινεί κάποιες φορές», όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει η Aleid Rensen, μέλος της κριτικής επιτροπής του Ευρωπαϊκού Φόρουμ Μουσείων (E.M.F.).
Το Μουσείο είναι κτισμένο σε οικόπεδο 15.439 τ.μ. Το κτίριο καλύπτει επιφάνεια 5.371,27 τ.μ. Η συνολική επιφάνεια των χώρων του είναι 11.500 τ.μ. Από αυτά, 2.726,52 τ.μ. καταλαμβάνει η μόνιμη έκθεση (χωρίς τους διαδρόμους) και τα υπόλοιπα οι αποθήκες, τα εργαστήρια, τα γραφεία διοίκησης και άλλοι βοηθητικοί χώροι. Το Μουσείο διαθέτει ανεξάρτητη πτέρυγα περιοδικών εκθέσεων 4211,44 τ.μ., αίθουσα εκπαιδευτικών προγραμμάτων, αμφιθέατρο 62 θέσεων και καφέ-εστιατόριο, ενώ στο κτίριο Διοίκησης διαθέτει αμφιθέατρο 167 θέσεων.
Ώρες Λειτουργίας
Χειμερινό ωράριο λειτουργίας (ΜΒΠ και Λευκός Πύργος):
1 Νοεμβρίου 2016 έως 31 Μαρτίου 2017
Κάθε μέρα 9.00 - 16.00
(Χειμερινό ωράριο λειτουργίας)
Θερινό ωράριο λειτουργίας (ΜΒΠ και Λευκός Πύργος):
7 Απριλίου 2017 έως 31 Οκτωβρίου 2017
Κάθε μέρα 8.00 - 20.00
(Θερινό ωράριο λειτουργίας)
* Το ισχύον Ωράριο των Αρχαιολογικών Χώρων, Μνημείων και Μουσείων ανακοινώνεται στην ιστοσελίδα:
http://www.yppo.gr/5/g5321.jsp?obj_id=61492
ΗΜΕΡΕΣ ΑΡΓΙΑΣ
Το Μουσείο παραμένει κλειστό στις: 25η και 26η Δεκεμβρίου, 1η Ιανουαρίου, 25η Μαρτίου, ημέρα του Πάσχα, Πρωτομαγιά (επίσημες αργίες του Κράτους).
Τις λοιπές ημέρες αργίας (Δευτέρα του Πάσχα, Αγίου Πνεύματος, Δεκαπενταύγουστο και 28η Οκτωβρίου) λειτουργεί σύμφωνα με το κανονικό ωράριο.
Την Τρίτη 18 Απριλίου 2017, Διεθνή Ημέρα Μνημείων, το Μουσείο λειτουργεί κανονικά και με ελεύθερη είσοδο.
ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΩΡΑΡΙΟ
Το Μουσείο λειτουργεί τη Μεγάλη Παρασκευή 12:00-17:00 και το Μεγάλο Σάββατο 08:00-15:00.
Εισιτήρια
Εισιτήριο κανονικό: 8 ευρώ
Εισιτήριο μειωμένο: 4 ευρώ
1η Νοεμβρίου - 31η Μαρτίου
Εισιτήριο για όλους: 4 ευρώ
Ενιαίο εισιτήριο
Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, Λευκός Πύργος, Ρωμαϊκή Αγορά (αρχαιολογικός χώρος και μουσείο), Γαλεριανό συγκρότημα - Αψιδωτή αίθουσα.
Κύριο εισιτήριο: 15 ευρώ
Μειωμένο εισιτήριο: 8 ευρώ
Διάρκεια: 3 ημέρες
Πωλητήριο
Το Μουσείο διαθέτει πωλητήριο του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων, όπου ο επισκέπτης μπορεί να αγοράσει εκδόσεις που σχετίζονται με πολιτιστικά, αρχαιολογικά, ιστορικά θέματα, βιβλία τέχνης, παιδικά βιβλία, αντίγραφα αρχαιολογικών αντικειμένων από την αρχαιότητα έως τη μεταβυζαντινή περίοδο, σύγχρονες κατασκευές εμπνευσμένες από τα εκθέματα του Μουσείου, είδη ένδυσης, κοσμήματα, πρακτικά δώρα, παιχνίδια, αφίσες και κάρτες, κ. ά. Τα έσοδα από τα εισιτήρια και τα πωλητέα είδη τα διαχειρίζεται το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων, εφόσον το Μουσείο είναι δημόσιο.