Η Ηιών ( Ἠιών, γενική: Ἠιόνος) ή Είον ή Ίον, ήταν αρχαία ελληνική πόλη την οποία ίδρυσαν άποικοι από την Ερέτρια στην αριστερή όχθη του Στρυμόνα, σε απόσταση 25 σταδίων (4.628 μ. δηλ. 25x185,15) από την Αμφίπολη, της οποίας υπήρξε επίνειο και γι' αυτό από τις πηγές αναφέρεται χαρακτηριστικά ως «Ηιών η επί Στρυμόνι» ή «Ηιών η προς Αμφιπόλει». Από αυτήν ξεκινούσε ένας σπουδαίος υδάτινος δρόμος, ο οποίος, χρησιμοποιώντας τον πλωτό ποταμό Στρυμόνα (ως την Αμφίπολη) και στη συνέχεια την αρχαία Κερκινίτιδα λίμνη (μετέπειτα Αχινού), έφερνε στη θρακική ενδοχώρα, μερικά μόνο χιλιόμετρα νότια από την πόλη των Σερρών.
Ιστορία της πόλης
Η Ηιόνα ήταν αρχαία θρακική πόλη των Ηδωνών, που η ίδρυσή της θα μπορούσε να αναχθεί στην αρχαϊκή τουλάχιστον εποχή, αν κρίνει κανείς από το γεγονός ότι το εθνικό της πόλης μνημονεύεται ακόμη από τον Όμηρο ως πατρωνυμικό του βασιλιά της Θράκης Ρήσου.
Την Ηιόνα αναφέρει ο ιστορικός Θουκυδίδης στην Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου ως τόπο ιδιαίτερης στρατηγικής σημασίας για τους Αθηναίους κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Η Ηιών ή Ηιόνα ή Ίον, κατά την αρχαιότητα, κατελήφθη από τους Πέρσες το 476 π.Χ. κατά τη διάρκεια των Περσικών Πολέμων. Ο Ξέρξης κατασκεύασε κοντά της γέφυρα για να περάσει ο περσικός στρατός στη Μακεδονία. Αργότερα, ο Πέρσης στρατηγός Βόγης την υπερασπίστηκε εναντίον των Αθηναίων, που είχαν επικεφαλής τον Κίμωνα, τον γιο του Μιλτιάδη.
Στη συνέχεια το 475 π.Χ.πολιορκήθηκε, προκειμένου να ενταχθεί στο «Κοινόν της Δήλου», (Συμμαχία της Δήλου ή Δηλιακή Συμμαχία), υπό την ηγεσία της Αθήνας, και επικεφαλής των συμμαχικών στρατευμάτων ήταν ο στρατηγός Κίμωνας. Στο Πελοποννησιακό πόλεμο, ο ιστορικός Θουκυδίδης, που ήταν στρατηγός την έσωσε από τον Βρασίδα, δεν κατόρθωσε όμως να ανακτήσει την Αμφίπολη, γι αυτό καταδικάστηκε σε θάνατο, που τον απέφυγε μένοντας εξορία είκοσι χρόνια. Η Ηιών καταστράφηκε από τους Άραβες.
Τα ερείπια της Ηιόνας (και της μετέπειτα βυζαντινής Χρυσούπολης) σώζονται μερικά χιλιόμετρα νοτιοδυτικά από το σημερινό χωριό Οφρύνιο Καβάλας, στην τοποθεσία «Τούζλα».(σημερινή παραλία Οφρυνίου).
Η μάχη των Φιλίππων πραγματοποιήθηκε το 42 π.Χ.στους Φιλίππους της Καβάλας. Αντίπαλοι ήταν από τη μια πλευρά ο Οκταβιανός και ο Μάρκος Αντώνιος και από την άλλοι ο Βρούτος και ο Κάσσιος, δηλαδή οι δολοφόνοι του Ιούλιου Καίσαρα.
Το 44 π.Χ. ο Γάιος Ιούλιος Καίσαρας είχε αποκτήσει τεράστια δύναμη κατακτώντας τη Γαλατία και νικώντας στον Ρωμαϊκό Εμφύλιο τον Πομπήιο. Αναγορεύθηκε δικτάτορας και προς τιμήν του οι Ρωμαίοι μετονόμασαν το μήνα Κουιντίλιο σε Ιούλιο. Όμως ακουγόταν ότι ο Καίσαρας ήθελε να καταλύσει το δημοκρατικό πολίτευμα. Είχε αποφασίσει να επιτεθεί κατά των Πάρθων και των Γετών, αλλά πριν αναχωρήσει εκδηλώθηκε κίνημα εναντίον του. Δύο από αυτούς που ήταν στο κίνημα, ο Γάιος Κάσσιος Λογγίνος και ο Βρούτος, δολοφόνησαν τον Ιούλιο Καίσαρα στις 15 Μαρτίου στο κτήριο της Συγκλήτου. Ο Μάρκος Αντώνιος έθεσε υπό τον έλεγχο του την αναταραχή. Ο Καίσαρας είχε πλέον εκλείψει, ενώ ο Κάσσιος και ο Βρούτος, τους οποίους ο Καίσαρας είχε ορίσει διοικητές (τον πρώτο στη Συρία και τον δεύτερο στη Μακεδονία), φοβούμενοι το λαό έφυγαν από τη Ρώμη. Η Σύγκλητος όμως τους ανέθεσε την προμήθεια της Ρώμης με σιτηρά Τότε στη Ρώμη ήρθε ο Οκταβιανός, θετός γιος του Καίσαρα ζητώντας από τον Αντώνιο την τιμωρία των δολοφόνων. Τελικώς ο Οκταβιανός, ο Μάρκος Αντώνιος και ο Λέπιδος σχημάτισαν τη Δεύτερη Τριανδρία και συμφώνησαν για την τιμωρία των δολοφόνων.
Η μάχη
Τελικώς οι δύο στρατοί συναντήθηκαν στους Φιλίππουςτο 42 π.Χ., μια πόλη της Μακεδονίας την οποία είχε μετονομάσει ο Φίλιππος Β', πατέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, από Κρηνίδες σε Φιλίππους. Ο Βρούτος και ο Κάσσιος στρατοπέδευσαν στην όχθη του ποταμού Ζυγάκτη σχεδόν λίγο μετα τις πηγες του. Ο Οκταβιανός και ο Μάρκος Αντώνιος είχαν στρατοπεδεύσει στην απέναντι όχθη. Η κάθε πλευρά διέθετε 80.000 άνδρες, δηλαδή 19 λεγεώνες. Ακόμη ο Οκταβιανός και ο Μάρκος Αντώνιος διέθεταν 13.000 ιππείςκαι οι δολοφόνοι του Καίσαρα 12.000 ιππείς. Η μάχη άρχισε με τον Μάρκο Αντώνιο να θέλει να περικυκλώσει το στρατόπεδο και το στρατό του Κάσσιου περνώντας από ένα έλος που βρισκόταν εκεί. Ο Κάσσιος όταν κατάλαβε το σχέδιο του Αντώνιου δημιούργησε ένα τείχισμα και απέκοψε τους στρατιώτες του αντιπάλου του. Εν τω μεταξύ ο Βρούτος επιτέθηκε στο στρατόπεδο της Τριανδρίας και το κατέλαβε. Από την άλλη πλευρά όμως ο Αντώνιος επικράτησε και κατέλαβε το στρατόπεδο του Κάσσιου. Ο Κάσσιος, βλέποντας την ήττα του και νομίζοντας ότι ο Βρούτος στην άλλη πλευρά έχανε, αυτοκτόνησε. Ο Βρούτος όμως, που νικούσε τον Οκταβιανό, υποχώρησε στο στρατόπεδό του και πολιορκήθηκε από τις δυνάμεις της Τριανδρίας. Ύστερα από την πολιορκία, στη μάχη που ακολούθησε ανάμεσα στις δυο δυνάμεις, νικητές βγήκαν οι Οκταβιανός και Μάρκος Αντώνιος. Τελικά, αυτοκτόνησε και ο Βρούτος.
Μετά τη μάχη
Μετά τη μάχη ο Οκταβιανός μετρούσε 16.000 νεκρούς, ενώ οι αντίπαλοί τους 8.000 νεκρούς. Ο Οκταβιανός με τον Μάρκο Αντώνιο παραμέρισαν τον Λέπιδο και συγκρούστηκαν μεταξύ τους. Το αποκορύφωμα της σύγκρουσής τους ήταν η Ναυμαχία του Ακτίου το 31 π.Χ., όπου βγήκε νικητής ο Οκταβιανός ο οποίος τελικά έμεινε μόνος κυρίαρχος στη Ρώμη. Η Ρωμαϊκή Δημοκρατία καταλύθηκε το 27 π.Χ. με την ανακήρυξη του Οκταβιανού ως αυτοκράτορα.